σκληροκάρδιος

σκληροκάρδιος
ος , ον , σκληρόκαρδος, η , ο бессердечный, бесчувственный, чёрствый; жестокосердный (уст. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκληροκάρδιος" в других словарях:

  • σκληροκάρδιος — hard hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροκάρδιος — α, ο / σκληροκάρδιος, ον, ΝΑ αυτός που έχει σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος, ανάλγητος, άσπλαχνος («ὁ δὲ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῑς», ΠΔ) αρχ. πεισματάρης, ισχυρογνώμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + καρδία + κατάλ. ιος*] …   Dictionary of Greek

  • σκληροκάρδιον — σκληροκάρδιος hard hearted masc/fem acc sg σκληροκάρδιος hard hearted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροκαρδίοις — σκληροκάρδιος hard hearted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροκαρδίου — σκληροκάρδιος hard hearted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροκαρδίους — σκληροκάρδιος hard hearted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροκαρδίων — σκληροκάρδιος hard hearted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροκαρδίῳ — σκληροκάρδιος hard hearted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροκάρδιοι — σκληροκάρδιος hard hearted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»